- ακατάνυκτος
- ἀκατάνυκτος, -ον (Μ)αυτός που δεν έχει αισθανθεί κατάνυξη, ο ασυγκίνητος2. αυτός που δεν προκαλεί κατάνυξη, δεν συγκινεί3. επίρρ. ἀκατανυκτί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κατανυκτὸς < κατανύσσω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.